διακολλητικός

διακολλητικός
η , ό[ν] склеивающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διακολλητικός" в других словарях:

  • διακολλητικός — ή, ό (Α διακολλητικός, ή, όν) συγκολλητικός, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για συγκόλληση αρχ. εκείνος στον οποίο ή για τον οποίο χρησιμοποιούνται διακολλήματα, κόλλες, ή διακολλήσεις, συγκολλήσεις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»